- ναυμάχων
- ναύμαχοςofmasc/fem/neut gen plναυμάχοςmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναυμαχῶν — ναυμαχέω fight by sea pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βότσης — Επώνυμο Υδραίων ναυμάχων του 1821. 1. Γκίκας. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις με το πλοίο του Καλή Ελπίς. 2. Θεόδωρος. Πήρε μέρος στην πολιορκία της Μονεμβασίας και στον αποκλεισμό του Ναυπλίου με το πλοίο του, στο οποίο ήταν ο ίδιος πλοίαρχος … Dictionary of Greek
Γλαυκέτης — Όνομα δύο αρχαίων Ελλήνων ναυμάχων. 1. Ναύαρχος των Αθηναίων που πολέμησε (441 440 π.Χ.) εναντίον της Σάμου. 2. Ναύαρχος ο οποίος διηύθυνε τις ναυτικές επιχειρήσεις του Αντιγόνου το 315 π.Χ … Dictionary of Greek
Μουσείο Ύδρας — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Ύδρας στεγάζεται από το 1996 σε ένα νεόδμητο και απόλυτα εναρμονισμένο με το περιβάλλον κτίριο, το οποίο χτίστηκε στη θέση ενός παλιότερου, που στέγαζε μέχρι το 1972 μαζί με το μουσείο και το ιστορικό αρχείο του … Dictionary of Greek